Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-διοίκητος

См. также в других словарях:

  • ευδιοίκητος — εὐδιοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.) 2. ο καλά τακτοποιημένος 3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διοικητος (<… …   Dictionary of Greek

  • πολυδιοίκητος — ον, Α αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ διοίκητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»