-
1 αδιοικητος
-
2 πολυδιοίκητος
πολυ-διοίκητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδιοίκητος
См. также в других словарях:
ευδιοίκητος — εὐδιοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.) 2. ο καλά τακτοποιημένος 3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διοικητος (<… … Dictionary of Greek
πολυδιοίκητος — ον, Α αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ διοίκητος] … Dictionary of Greek