-
1 εὐ-διά-φθαρτος
εὐ-διά-φθαρτος, leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.
-
2 ἀ-διά-φθαρτος
ἀ-διά-φθαρτος, unverdorben, unbestochen, Plat. Ap. 34 b Legg. XII, 951 c.
-
3 εὐδιάφθαρτος
εὐ-διά-φθαρτος, u. εὐ-διά-φθορος, leicht zu verderben, leicht verderbend -
4 ἀδιάφθαρτος
ἀ-διά-φθαρτος, unverdorben, unbestochen
См. также в других словарях:
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek