Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-διά-λεκτος

См. также в других словарях:

  • κοινωνιόλεκτο — το, και κοινωνιόλεκτος, η όρος που δηλώνει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική ομάδα, ο κοινός γλωσσικός μέσος όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική διάλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινόλεκτος — η, ο (Α κοινόλεκτος, ον) (για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός. επίρρ... κοινολέκτως (Α) στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + …   Dictionary of Greek

  • ιδιόλεκτος — η η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μόνο άτομο και που έχει κατά κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε σχέση με την κοινή γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο, η ατομική πραγμάτωση ενός γλωσσικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idiolect < idio… …   Dictionary of Greek

  • диале́кт — а, м. лингв. Разновидность общего национального языка, характерная для какой л. местности, имеющая фонетические, лексические и иные особенности (отличающие ее от других разновидностей того же языка) и проявляющаяся в устной речи. Территориальные… …   Малый академический словарь

  • койне́ — нескл., ср. лингв. Общенародный язык, возникший на основе какого л. господствующего диалекта или нескольких диалектов. [От греч. κοινη (διαλεκτος) общее (наречие)] …   Малый академический словарь

  • Идиолект — ]греч.[/p] ἴδιος свой, собственный, частный; своеобразный , (διά)λεκτος беседа; говор ) Индивидуальный говор, совокупность особенностей (в том числе лексических), свойственных речи отдельного носителя данного языка. • Прил. идиолектный …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»