-
1 πολυ-δευκής
πολυ-δευκής, ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυ-ηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῠκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
-
2 ἀ-δευκής
ἀ-δευκής, ές (δεῠκος), nicht süß, bitter, Hom. als v. l. Od. 1, 46 ἀδευκέι κεῖται ὀλέϑρῳ für ἐοικότι, s. Apoll. Lex. Hom. 9, 15 Eustath. Od. 4, 489; außerdem dreimal, Od. 4, 489 ὤλετ' ὀλέϑρῳ ἀδευκέι, 10, 245 ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον, 6, 273 τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα. So ἄτη Ap. Rh. 1, 1037, im eigentl. Sinne ϑάλασσα 2, 388; καπνός D. Per. 611.
-
3 ἀδευκής
ἀ-δευκής, nicht süß: bitter; unerfreulich, lieblos
См. также в других словарях:
δευκής — δευκής, ές (Α) γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ απόσπαση από το αδευκής*] … Dictionary of Greek
δευκές — δευκής masc/fem voc sg δευκής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
δεύκος — δεῡκος ( ους), το (Α) το γλεύκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. πλασμένη από τους Σχολιαστές (βλ. και λ. αδευκής), παράλληλος τ. τού δευκής] … Dictionary of Greek
πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… … Dictionary of Greek
dl̥ku- (?) — dl̥ku (?) English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß” Material: Gk. γλυκύς, γλυκερός ‘sweet”, γλυκκόν γλυκύ, γλύκκα ἡ γλυκύτης Hes. ( κκ from ku̯ ), γλεῦκος (late) “must, stum” (ablaut neologism); γλ from δλ because of… … Proto-Indo-European etymological dictionary