-
1 δεισί-θεος
δεισί-θεος, dasselbe, Poll. 1, 21.
-
2 ἀ-δεισί-θεος
ἀ-δεισί-θεος, Gott nicht fürchtend, Sp.
-
3 ἀδεισίθεος
См. также в других словарях:
δεισίθεος — δεισίθεος, ον (Α) ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] … Dictionary of Greek