-
1 χρῡσο-δαίδαλτος
χρῡσο-δαίδαλτος, = Vorigem, Ar. Eccl. 972.
-
2 ἀ-δαίδαλτος
ἀ-δαίδαλτος, kunstlos, Orph. Arg. 405.
-
3 χρυσοδαιδαλτος
2украшенный золотомχρυσοδαίδαλτοι στομίοις πῶλοι Eur. — кони с золотыми уздечками;
ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα! Arph. — золотое ты мое сокровище! -
4 χρυσοδαίδαλτος
χρῡσο-δαίδαλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοδαίδαλτος
-
5 ὑψιδαίδαλτος
ὑψῐ-δαίδαλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιδαίδαλτος
-
6 ἀδαίδαλτος
-
7 χρῡσοδαίδαλος,
χρῡσο-δαίδαλος, u. χρῡσο-δαίδαλτος, künstlich mit Gold verziert, künstlich aus Gold gearbeitet -
8 χρῡσοδαίδαλτος
χρῡσο-δαίδαλος, u. χρῡσο-δαίδαλτος, künstlich mit Gold verziert, künstlich aus Gold gearbeitet
См. также в других словарях:
χρυσοδαίδαλτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. διακοσμημένος με χρυσά σχέδια 2. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («ὠ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κυπρίδος ἔρνος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δαίδαλτος (< δαίδάλλω «κοσμώ, διακοσμώ»), πρβλ. ὑψι δαίδαλτος] … Dictionary of Greek