-
1 ἀ-δίστακτος
ἀ-δίστακτος, unbezweifelt, gewiß, Sp. – Adv. - κτως, Ep. ad. 29 (XII, 151).
-
2 ἀδίστακτος
ἀ-δίστακτος, unbezweifelt, gewiss
1 ἀ-δίστακτος
ἀ-δίστακτος, unbezweifelt, gewiß, Sp. – Adv. - κτως, Ep. ad. 29 (XII, 151).
2 ἀδίστακτος