-
1 τρι-δέσποτος
τρι-δέσποτος, drei Herren habend, Schol. Lycophr. 328.
-
2 φιλο-δέσποτος
φιλο-δέσποτος, seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.
-
3 αὐτο-δέσποτος
αὐτο-δέσποτος, ὁ, Selbstherrscher, Ios.
-
4 ἀ-δέσποτος
-
5 ἑτερο-δέσποτος
ἑτερο-δέσποτος, eines andern Herrn, Sp.
-
6 ἀδέσποτος
ἀ-δέσποτος, (1) ohne Herrn, herrenlos. (2) von unbekanntem Verfasser: anonym -
7 αὐτοδέσποτος
-
8 ἑτεροδέσποτος
-
9 τριδέσποτος
-
10 φιλοδέσποτος
φιλο-δέσποτος, seinen Herrn, Gebieter liebend; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte
См. также в других словарях:
κοινοδέσποτος — κοινοδέσποτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς κυρίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος, φιλο δέσποτος] … Dictionary of Greek
ετεροδέσποτος — ἑτεροδέσποτος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο δεσπότη ή κύριο («πρόβατο ἑτεροδέσποτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δεσποτος < (δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος] … Dictionary of Greek
πολυδέσποτος — ον, Α αυτός που εξουσιάζεται από πολλούς δεσπότες («τὴν πολυδέσποτον τῶν δαιμόνων δουλείαν», Ψ. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. φιλο δέσποτος] … Dictionary of Greek
συνδέσποτος — ον, Μ αυτός που κυβερνά, εξουσιάζει μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεσποτος (< δεσπότης), πρβλ. ἀ δέσποτος] … Dictionary of Greek
τριδέσποτος — ον, Α αυτός που έχει τρεις δεσπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. ἀ δέσποτος] … Dictionary of Greek
φιλοδέσποτος — ον, Α 1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον η φιλοδεσποτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο δέσποτος] … Dictionary of Greek
PHILOMELA — Pandionis Atheniensium Regis filia, quam Tereus, Thraciae Rex, qui Prognem sororem eius uxorem duxerat, visendae sororis praetextu, a patre abductam, in itinere violavit, et ne flagitium cuiquam indicaret, linguam ei praecidit, arctissimaeque… … Hofmann J. Lexicon universale
μισοδέσποτος — μισοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που μισεί τον κύριο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] … Dictionary of Greek
νικοδέσποτος — νικοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] … Dictionary of Greek
ομοδέσποτος — ὁμοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που έχει τον ίδιο δεσπότη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεσπότης (πρβλ. αυτο δέσποτος)] … Dictionary of Greek