-
1 γηράντος
γηράσκωgrow old: pres part act masc /neut gen sg -
2 ἀ-γήραντος
ἀ-γήραντος ( γῆρας), unvergänglich, εὐλογία Simon. frg. 153 (VII, 253); στέφανος Ep. ad. 556 ( App. 194). Homer heißt ἀγ. στόμα κόσμου Ant. Sid. 68 (VII, 6).
-
3 ἀγήραντος
-
4 ἀγήραος
-
5 ἀγήρᾱτος
См. также в других словарях:
γηράντος — γηράσκω grow old pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)