Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀ-βλάβεια

См. также в других словарях:

  • σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοβλάβεια — δαιμονοβλάβεια, η (Α) φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + βλάβεια βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)] …   Dictionary of Greek

  • ναυσιβλάβεια — η μερική βλάβη τού πλοίου, αβαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + βλάβεια < βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»