-
1 αβλαβεια
ион. ἀβλαβίη ἥ1) невредимость, целостьἀ. σαρχός Plut. — физическое здоровье
2) безвредность, невинностьἐπ΄ ἀβλαβίῃσι νόοιο HH. — не кривя душой, без задних мыслей
-
2 δαιμονοβλαβεια
-
3 θεοβλαβεια
-
4 φρενοβλαβεια
См. также в других словарях:
σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] … Dictionary of Greek
δαιμονοβλάβεια — δαιμονοβλάβεια, η (Α) φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + βλάβεια βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)] … Dictionary of Greek
ναυσιβλάβεια — η μερική βλάβη τού πλοίου, αβαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + βλάβεια < βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek