-
1 ἀῤῥενό-παις
-
2 ἀῤῥενόπαις
ἀῤῥενό-παις, Erzeugung männlicher Kinder; γαστήρ, mit einem Knaben schwanger
См. также в других словарях:
καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] … Dictionary of Greek
κλυτόπαις — κλυτόπαις, αιδος ο, η (AM) 1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά 2. διάσημος για τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενό παις, ουρανό παις)] … Dictionary of Greek