-
1 αόπλως
ἄοπλοςwithout heavy armour on: adverbialἄοπλοςwithout heavy armour on: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἀόπλως
ἄοπλοςwithout heavy armour on: adverbialἄοπλοςwithout heavy armour on: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ἀόπλως — ἄοπλος without heavy armour on adverbial ἄοπλος without heavy armour on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ СИКЕЛИОТ — [Георгий Сицилиец; греч. Γεώργιος ὁ Σικελιώτης], гимнограф и мелод VII VIII вв. или VIII в., один из итало греч. гимнографов, переселившихся в Сицилию после араб. завоевания Востока. Под именем Г. С. известны самогласны вмч. Димитрию Солунскому… … Православная энциклопедия