-
1 αίγδην
-
2 ἀίγδην
-
3 ἀΐγδην
-
4 ἀΐγδην
-
5 ἀΐγδην
ἀΐγδην, anstürmend, heftig -
6 προ-προ-κατ-αΐγδην
προ-προ-κατ-αΐγδην, adv., vorwärts herabfahrend, Ap. Rh. 2, 594.
-
7 συν-ᾱΐγδην
συν-ᾱΐγδην, adv., zugleich od. zusammen ungestüm andringend, Hes. Sc. 189, f. L. συναΐκτην.
-
8 κατ-αΐγδην
κατ-αΐγδην, mit Heftigkeit darauflosfahrend, τινί, Ap. Rh. 1, 64; ἷκτο κατ. ϑύελλα Orph. Lith. 502.
-
9 μετ-ᾱΐγδην
μετ-ᾱΐγδην, daraufzu-, nachstürmend, -springend, κόψε μετ., Ap. Rh. 2, 95, Schol. erkl. ὁρμητικῶς.
-
10 δι-ᾱΐγδην
-
11 ἐπ-ᾱΐγδην
ἐπ-ᾱΐγδην, darauf losstürzend, Opp. H. 2, 616 u. öfter.
-
12 καταΐγδην
κατ-ᾱΐγδην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταΐγδην
-
13 διᾱΐγδην
-
14 ἐπᾱΐγδην
-
15 καταΐγδην
-
16 μετᾱΐγδην
μετ-ᾱΐγδην, daraufzu-, nachstürmend, -springend -
17 προπροκαταΐγδην
προ-προ-κατ-αΐγδην, adv., vorwärts herabfahrend -
18 συνᾱΐγδην
συν-ᾱΐγδην, zugleich od. zusammen ungestüm andringend
См. также в других словарях:
αΐγδην — ἀΐγδην επίρρ. (Α) [ἀΐσσω*] γρήγορα, ορμητικά, ραγδαία … Dictionary of Greek
ἀίγδην — rushing swiftly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek