-
1 αέλπτω
ἄελπτοςunhoped for: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἄελπτοςunhoped for: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἄελπτοςunhoped for: masc /fem /neut dat sg -
2 αελπτώ
ἀελπτέωhave no hope: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀελπτέωhave no hope: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 ἀελπτῶ
ἀελπτέωhave no hope: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀελπτέωhave no hope: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
4 ἀέλπτω
Βλ. λ. αέλπτω -
5 ἀέλπτῳ
Βλ. λ. αέλπτω
См. также в других словарях:
αελπτώ — ἀελπτῶ ( έω) (Α) [ἄελπτος] (μόνο στη μτχ.) δεν έχω ελπίδα, απελπίζομαι, απογοητεύομαι, βρίσκομαι σε απόγνωση … Dictionary of Greek
ἀελπτῶ — ἀελπτέω have no hope pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀελπτέω have no hope pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλπτω — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλπτῳ — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το … Dictionary of Greek