-
1 αελιος
-
2 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
3 αλιος
-
4 ηλιος
эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ1) солнцеἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;
ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur. — не быть больше в живых2) место восхода солнца, востокπρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;
οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. — восточные эфиопы3) дневной путь солнца, т.е. деньφῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;
ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;ἡλίους δέκα Luc. — десять дней4) солнечная жара, знойὁ ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;
οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. — зной и духота мучили (пленников)5) солнечный свет(ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)
6) светлое настроение, ясность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
5 ήλιος
См. также в других словарях:
αέλιος — ἀέλιος, ο (Α) δωρικός τύπος αντί ἠέλιος, ήλιος* … Dictionary of Greek
ἀέλιος — masc nom sg ἀ̱έλιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελίω — ἀέλιος masc nom/voc/acc dual ἀέλιος masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ελίω , ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual (doric) ἀ̱ελίω , ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελίοιο — ἀέλιος masc gen sg (epic) ἀ̱ελίοιο , ἥλιος sun masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελίου — ἀέλιος masc gen sg ἀ̱ελίου , ἥλιος sun masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελίῳ — ἀέλιος masc dat sg ἀ̱ελίῳ , ἥλιος sun masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλιε — ἀέλιος masc voc sg ἀ̱έλιε , ἥλιος sun masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλιον — ἀέλιος masc acc sg ἀ̱έλιον , ἥλιος sun masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
Indo-Européen Commun — Pour les articles homonymes, voir Indo européen. Indo européen Langues indo européennes Albanais | Anatolien Arménien | Balte … Wikipédia en Français
Indo-europeen commun — Indo européen commun Pour les articles homonymes, voir Indo européen. Indo européen Langues indo européennes Albanais | Anatolien Arménien | Balte … Wikipédia en Français