-
1 αεθλιον
τό1) награда победителю ( на состязаниях), приз Hom.2) состязание Hom.3) pl. боевое снаряжение, оружие(πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.)
-
2 αθλιος
1) выставляемый на состязаниеμῆλον ἀέθλιον Anth. — яблоко раздора
2) бедственный, несчастный, жалкий(ἐλεεινός τε καὴ ἄ. Plat.)
τίς τοῦδε τἀνδρός ἐστιν ἀθλιώτερος ; Soph. — кто несчастнее меня?;ἔχειν ἄθλιον βίον Eur. — влачить жалкую жизнь3) жалкий, плохой(βορά Eur.; σύγγραμμα Plut.)
4) жестокий, мучительный(ὄνειδος Soph.)
См. также в других словарях:
Ἀέθλιον — Ἀέθλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέθλιον — ἄθλιος winning the prize masc acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize masc/fem acc sg (epic ionic) ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ἀέθλιος gaining the prize… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek