-
1 αθώπευτος
-
2 ἀθώπευτος
-
3 αθωπευτος
21) не слышащий лестиἀθώπευτὁν σε γλώσσης ἀφήσω τῆς ἐμῆς Eur. — мой язык не будет льстить тебе ( или раболепствовать перед тобой)
2) не слушающий лести, т.е. неумолимый, неукротимый(θήρ Anth.)
-
4 ἀθώπευτος
ἀθώπευτος, ον,II [voice] Act., not flattering, Telesp.44.8H.; hence, rough, rude,θήρ AP6.168
(Paul.Sil.); συρίγματα, of the Python, Pae.Delph.20;ἀδροσίη POxy.1796.17
.III Adv. - τως without flattery, Them.Or.15.193d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθώπευτος
-
5 ἀθώπευτος
ἀ-θώπευτος, nicht durch Schmeicheleien zu besänftigen; act. der nicht schmeichelt. -
6 αθωπεύτως
-
7 ἀθωπεύτως
-
8 αθώπευτ'
ἀθώπευτα, ἀθώπευτοςunflattered: neut nom /voc /acc plἀθώπευτε, ἀθώπευτοςunflattered: masc /fem voc sg -
9 ἀθώπευτ'
ἀθώπευτα, ἀθώπευτοςunflattered: neut nom /voc /acc plἀθώπευτε, ἀθώπευτοςunflattered: masc /fem voc sg -
10 αθώπευτον
-
11 ἀθώπευτον
-
12 ἀ-κολάκευτος
ἀ-κολάκευτος, ungeschmeichelt, nicht Schmeicheleien offen stehend, Plat. Legg. V, 729 a; oft Plut., z. B. Mar. 42; Sp. nicht schmeichelnd, neben ἀϑώπευτος, Teles Stob. 97, 31 E. – Adv. - τως, ohne Schmeichelei, Cic. Att. 13, 51.
-
13 αθωπεύτοις
-
14 ἀθωπεύτοις
-
15 αθωπεύτου
-
16 ἀθωπεύτου
-
17 αθωπεύτους
-
18 ἀθωπεύτους
-
19 αθωπεύτω
-
20 ἀθωπεύτῳ
См. также в других словарях:
ἀθώπευτος — unflattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος … Dictionary of Greek
αθώπευτος — η, ο επίρρ. α αχάιδευτος: Εκείνο το βράδυ φρόντισε να μην αφήσει κανέναν αθώπευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθωπεύτως — ἀθώπευτος unflattered adverbial ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθώπευτον — ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc sg ἀθώπευτος unflattered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωπεύτοις — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωπεύτου — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωπεύτους — ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθωπεύτῳ — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθώπευτ' — ἀθώπευτα , ἀθώπευτος unflattered neut nom/voc/acc pl ἀθώπευτε , ἀθώπευτος unflattered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)