-
1 κοτυλίζω
κοτυλίζω, kotylenweis verkaufen, die Waaren im Kleinen, im Einzelnen verkaufen, Ar. frg. 555 und Phereer. Poll. 7, 195; vgl. Phryn. in B. A. 46; Ggstz ἀϑρόα τὰ φορτία πεπρᾶσϑαι, Arist. Oec. 2, 8.
См. также в других словарях:
κοτυλίζω — (Α) [κοτύλη] 1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.) 2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek