-
21 ἀκατανόητος
ἀκατα-νόητος, ον,A inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch.s.v. δύσληπτα, gloss on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv.- τως Suid.
s.v. Νουμᾶς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατανόητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀθέσφατος — beyond even a god s power to express masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέσφατος — ον [θέσφατος] 1. (για πράγματα και καταστάσεις) ο τόσο εκπληκτικός, που ούτε θεός μπορεί να τόν περιγράψει, ανείπωτος, απερίγραπτος 2. (για ποσότητες ή διαστάσεις) πολύς, άφθονος, πελώριος … Dictionary of Greek
ἀθέσφατον — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem acc sg ἀθέσφατος beyond even a god s power to express neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσφάτων — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσφάτῳ — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέσφατα — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέσφατοι — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek