-
1 αὐτεί
-
2 ἀϋτέω
ἀϋτέω, = ἀΰω nur praes. u. impf; rusen, schreien, tönen; Hom. Iliad. 20, 50 μακρὸν ἀύτει; 21, 582 μέγ' ἀύτει; 11, 258 ἀύτει πάντας ἀρίστους; 12, 160 κόρυϑες δ' ἀμφ' αὖον ἀύτευν βαλλόμεναι; – Aesch., Eur. u. sp. D.; ἀϋτεῖ Theocr. 24, 37; Ἄρτεμιν, anrufen, Eur. Hipp. 168.
-
3 ἐπ-αῡτέω
См. также в других словарях:
αὐτεῖ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτεῖ — ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύτει — ἀ̱ΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
παραυτεί — Α επίρρ. (κρητ. τ. αντί αὐτεί) σ αυτό το μέρος, αυτού, εδώ … Dictionary of Greek
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek