-
1 ἀωρί
ἀωρί, adv. zu ἄωρος, zur Unzeit, zu früh, bes. um Mitternacht, intempesta nocte, mit νυκτῶν Ar. Eccl. 741; τῶν νυκτῶν Antiph. II α 4; νυκτὸς ἀωρί Theocr. 11, 39; ohne den Zusatz, ἔστι ἀωρὶ καὶ σκότος Ep. ad. 24 (XII, 116); ἀωρὶ κοκκύζειν Heraclid. com. bei Ath. XII, 532 f; vgl. Luc. bis acc. 1; Polyaen. 2, 34; ἀωρὶ ϑανάτῳ ἀπέϑανεν, was B. A. 476 aus Ar. angeführt ist, kann schwerlich richtig sein, man vermuthet ἀωροϑάνατος.
-
2 ἀωρί
ἀωρί, zur Unzeit, zu früh, bes. um Mitternacht, intempesta nocte -
3 ἀωρι-λούστης
ἀωρι-λούστης, ὁ, falsche Vermuthung für ἐν ἀωρεὶ λούστης M. Anton. 1, 16.
-
4 ἀ-ωρεί
ἀ-ωρεί, = ἀωρί, s. ἀωριλούστης.
-
5 ἀωρο-θάνατος
ἀωρο-θάνατος, zu früh gestorben, B. A. p. 24; vgl. ἀωρί.
-
6 ἀ-ωρία
ἀ-ωρία, ἡ, Unzeit; νυκτός, Mitternacht, Alciphr. 3, 47; ἀωρίαν ἥκειν Ar. Ach. 23, zur unrechten Zeit, zu spät kommen, B. A. p. 4 παρὰ τὴν δέουσαν ὥραν; ib. p. 476 ist ἀωρίᾳ Erkl. von ἀωρί.
См. также в других словарях:
ἀωρί — at an untimely hour indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… … Dictionary of Greek