Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀχρηστία

См. также в других словарях:

  • ἀχρηστία — ἀχρηστίᾱ , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc/acc dual ἀχρηστίᾱ , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστίᾳ — ἀχρηστίαι , ἀχρηστία uselessness fem nom/voc pl ἀχρηστίᾱͅ , ἀχρηστία uselessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρηστία — η (AM ἀχρηστία) [άχρηστος] το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση νεοελλ. η αχρήστευση …   Dictionary of Greek

  • αχρηστία — η το να γίνεται ή να είναι κανείς άχρηστος: Ο νόμος αυτός σήμερα είναι σε αχρηστία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχρηστίας — ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία uselessness fem acc pl ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία uselessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστίαν — ἀχρηστίᾱν , ἀχρηστία uselessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нетребованьѥ — НЕТРЕБОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесполезность: не ризу ѹмѧчимъ мѧккую же и мимотекающюю. ѥ˫а же лучшеѥ нетребованьѥ. не каменьными проси˫аньи. не злата облисканье(м). (ἀχρηστία) ГБ XIV, 4г. Ср. требованиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγωγιαστήριο — το [αγωγιάζω] έγγραφο σε μορφή επιστολής, που εκδίδεται για σύμβαση μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη και περιέχει όλα τα στοιχεία που καθορίζει ο νόμος ο όρος αγωγιαστήριο έχει πέσει σήμερα σε αχρηστία. Στη θέση …   Dictionary of Greek

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ …   Dictionary of Greek

  • ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»