Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀχρημάτιστος

См. также в других словарях:

  • ἀχρημάτιστος — on which no public business was done masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρημάτιστος — η, ο (AM ἀχρημάτιστος, ον) [χρηματίζω] νεοελλ. αυτός που δεν χρηματίζεται, ο αδωροδόκητος μσν. ο χωρίς προσόδους αρχ. 1. φρ. «ἡμέρα ἀχρημάτιστος» ημέρα κατά την οποία δεν λειτουργούσε καμιά δημόσια υπηρεσία 2. ανώφελος …   Dictionary of Greek

  • ἀχρημάτιστον — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem acc sg ἀχρημάτιστος on which no public business was done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίστοις — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίστους — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίστων — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίστῳ — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρημάτιστα — ἀχρημάτιστος on which no public business was done neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρημάτιστοι — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»