-
1 αχρηματιστος
-
2 αχρημάτιστος
η, ο [ος, ον ] не берущий взяток; не злоупотребляющий служебным положением
См. также в других словарях:
ἀχρημάτιστος — on which no public business was done masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχρημάτιστος — η, ο (AM ἀχρημάτιστος, ον) [χρηματίζω] νεοελλ. αυτός που δεν χρηματίζεται, ο αδωροδόκητος μσν. ο χωρίς προσόδους αρχ. 1. φρ. «ἡμέρα ἀχρημάτιστος» ημέρα κατά την οποία δεν λειτουργούσε καμιά δημόσια υπηρεσία 2. ανώφελος … Dictionary of Greek
ἀχρημάτιστον — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem acc sg ἀχρημάτιστος on which no public business was done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηματίστοις — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηματίστους — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηματίστων — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηματίστῳ — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρημάτιστα — ἀχρημάτιστος on which no public business was done neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρημάτιστοι — ἀχρημάτιστος on which no public business was done masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)