-
1 αχρηματίη
-
2 ἀχρηματίη
См. также в других словарях:
ἀχρηματίη — ἀχρηματία want of money fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αχρηματίη
2 ἀχρηματίη
ἀχρηματίη — ἀχρηματία want of money fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)