-
1 αχορηγησια
-
2 ἀχορηγησία
ἀχορηγ-ησία, ἡ,A want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχορηγησία
-
3 ἀχορηγησία
ἀ-χορ-ηγησία, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt -
4 αχορηγια
ἡ Polyb. v. l. = ἀχορηγησία См. αχορηγησια -
5 αχορηγησίαν
-
6 ἀχορηγησίαν
-
7 ἀ-χορ-ηγία
ἀ-χορ-ηγία, ἡ, = ἀχορηγησία, Pol. 5, 28, 4.
См. также в других словарях:
αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] … Dictionary of Greek
ἀχορηγησίαν — ἀχορηγησίᾱν , ἀχορηγησία want of supplies fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)