Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀχειρ-ία

См. также в других словарях:

  • άχειρ — ἄχειρ ( ρος), ο (AM) αυτός που δεν έχει χέρια …   Dictionary of Greek

  • άχειρος — (achirus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών, της τάξης των ετερόσωμων, της υπέρταξης των τελεόστεων. Ζουν στον Ινδικό ωκεανό και σε άλλες θάλασσες τροπικών περιοχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν και τα δύο μάτια στη δεξιά… …   Dictionary of Greek

  • αχειρία — ἀχειρία, η (Α) [άχειρ] 1. η αδεξιότητα 2. εγγενής μερική ή ολική έλλειψη των χεριών …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՁԵՌՆ — (անձեռք.) NBH 1 0190 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ἅχειρ, ἅχειρος, ἅχειρης manibus carens, mancus Որոյ ոչ գոն ձեռք. ձեռնատ. եւ անգործ ձեռօք. ... *(Զկուռս) անոտս անձեռս ʼի վերայ ուսոց իւրեանց կրեն. Թղթ. բարուք.: մ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»