-
1 αχείρωτος
-
2 ἀχείρωτος
-
3 ἀχείρωτος
ἀχείρωτος, ον,A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.II ἀ. φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC 698 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχείρωτος
-
4 αχείρωτον
-
5 ἀχείρωτον
-
6 αχειρώτους
-
7 ἀχειρώτους
-
8 αχειρώτω
-
9 ἀχειρώτῳ
-
10 αχείρωτα
-
11 ἀχείρωτα
-
12 αχείρωτοι
-
13 ἀχείρωτοι
См. также в других словарях:
αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου … Dictionary of Greek
ἀχείρωτος — untamed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτον — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc sg ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτους — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτῳ — ἀχείρωτος untamed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτα — ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτοι — ἀχείρωτος untamed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειρούργητος — η, ο (Α ἀχειρούργητος, ον) νεοελλ. (για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί αρχ. ο αχείρωτος … Dictionary of Greek