Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀφ-ωρισμένως

См. также в других словарях:

  • ὡρισμένως — ὁρίζω divide perf part mp masc acc pl (doric) ὡρισμένως definitely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • τιμογραφώ — έω, Α 1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ) 2. (το γ εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + γραφῶ (< γράφος*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»