-
1 ωρισμενως
-
2 ωρισμένως
см. ωρισμένα -
3 αφωρισμενως
См. также в других словарях:
ὡρισμένως — ὁρίζω divide perf part mp masc acc pl (doric) ὡρισμένως definitely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
τιμογραφώ — έω, Α 1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ) 2. (το γ εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek