-
1 αφιλασκομαι
-
2 ἀφιλάσκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφιλάσκομαι
-
3 ἀφιλάσκομαι
См. также в других словарях:
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek