-
1 ἀφάρωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφάρωτος
-
2 ἀφάρωτος
ἀ-φάρωτος, ungepflügt, ungebaut, Gramm -
3 φαρόω
-
4 ἀφ-αρμόζω
-
5 ἄφαρος
См. также в других словарях:
αφάρωτος — ἀφάρωτος, ον (Α) [φαρώ] ακαλλιέργητος, ανόργωτος … Dictionary of Greek