-
1 αφυη
-
2 αφριτις
-
3 κωβιτις
См. также в других словарях:
αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… … Dictionary of Greek
ἀφύη — small fry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφυῆ — ἀφυής without natural talent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφυής without natural talent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφυής without natural talent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύαι — ἀφύη small fry fem nom/voc pl ἀφύᾱͅ , ἀφύη small fry fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφυῶν — ἀφύη small fry fem gen pl ἀφυής without natural talent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύαις — ἀφύη small fry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύαισι — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύην — ἀφύη small fry fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύης — ἀφύη small fry fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύῃσιν — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντσούγα — κ. για, η η σαρδέλα, το χαψί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. *apya (αντί του… … Dictionary of Greek