-
1 αφύας
-
2 ἀφύας
См. также в других словарях:
ἀφύας — ἀφύᾱς , ἀφύη small fry fem acc pl ἀφύᾱς , ἀφύη small fry fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
μεμβραφύα — μεμβραφύα, ἡ (Α) είδος μικρού ψαριού μεταξύ μεμβράδος και άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράς + ἄφυα «σαρδέλα, είδος μικρού ψαριού»] … Dictionary of Greek