-
1 αφύαισι
-
2 ἀφύαισι
См. также в других словарях:
ἀφύαισι — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αφύαισι
2 ἀφύαισι
ἀφύαισι — ἀφύη small fry fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)