-
1 αφιπταμαι
(part. aor. ἀποπτάμενος)1) улетать Eur., Plut., Luc.2) перен. уноситься, подниматься -
2 αφίπταμαι
(αόρ. απέπτην) улетать;§ πασά ελπίς απεπτη потеряна всякая надежда -
3 αποπταμενος
-
4 απέπτη
ν αόρ. от αφίπταμαι
См. также в других словарях:
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
ἀφίπταμαι — ἀποπέτομαι fly off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαφίπταμαι — ἐξαφίπταμαι (Μ) [αφίπταμαι] 1. φεύγω πετώντας 2. φεύγω γρήγορα … Dictionary of Greek
συναφίπταμαι — Μ φεύγω πετώντας μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφίπταμαι «φεύγω πετώντας»] … Dictionary of Greek
ՍՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0757 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c չ. ὁξύνομαι acuor, acuminor. Սո՛ւր լինել. որպէս սրիլ. հատու գտանիլ. ... *(Յեսանն՝) որ սուսերաց ըզսուրըն տայ, եւ ինքըն գուլ՝ ո՛չ սրանայ. Յիսուս որդի.: Կամ Սրածայր եւ իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)