-
1 αφαλλομαι
1) спрыгивать, соскакивать(ἐκ νεώς Aesch.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος Arph.; τοῦ ἵππου, v. l. ἀφ΄ ἵππου Plut.)
2) подпрыгивать, подскакивать(τῆς γῆς Plut.)
3) отскакивать, быть отражаемым(φῶς ἀπὸ φωτὸς ἀφαλλόμενον Plut.)
τὰ πίπτοντα καὴ ἀφαλλόμενα ὁμοίας γωνίας ποιεῖ Arst. — углы падения равны углам отражения -
2 ἀφάλλομαι
Aἀφάλασθια Ael.VH6.14
; [dialect] Ep. [tense] aor. part. :— spring off or down from,πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers. 305
; ἐπὶ τὴν κεφαλὴν.. ἀφήλατο jumped off on to his head, Ar.Nu. 147;ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plu.Caes.27
, cf. Ael. l.c.; of a river,τῆς πέτρας πλεῖον ἢ στάδιον ἀ. τὴν καταφοράν Plb.10.48.5
.2 jump, bound, of a quick pulse, Ruf.Syn.Puls.7.5.II rebound, glance off,ἀπὸ τῶν λείων Arist. de An. 420a22
; : abs., AP9.159; to be reflected,πῦρ ἀπὸ πυρός Plu.2.931b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφάλλομαι
-
3 ἀφάλλομαι
V 0-0-2-0-1=3 Ez 44,10; Na 3,17; Sir 36,26to jump Sir 36,26; to go down (of the sun) Na 3,17; to go away from, to abandon [ἀπό τινος] Ez 44,10 -
4 ἀφάλλομαι
ἀφ-άλλομαι, ab-, wegspringen; abprallen; vom Lichte -
5 ἅλλομαι
+ V 0-5-1-2-2=10 JgsB 14,6.19; 15,14; 1 Sm 10,2.10to spring, to leap upon JgsB 14,6; to jump about Jb 41,17(16)*1 Sm 10,2 ἁλλομένους exulting, jumping about, in ecstatic behaviour-צלח for MT צלצח ZelzahCf. LIEBERMAN 1946, 67-72(→ἀφἅλλομαι, διἅλλομαι, ἐνἅλλομαι, ἐξἅλλομαι, ἐφἅλλομαι, ὑπερἅλλομαι,,)
См. также в других словарях:
αφάλλομαι — ἀφάλλομαι (Α) 1. πηδώ, αναπηδώ 2. αντανακλώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + άλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
ԽԱՂԱՄ — (ացի, ա՛.) NBH 1 0915 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c չ. παίζω ludo προσπαίζω alludo, illudo κινοῦμαι moveor. Ի խաղս զուարճութեան պարապիլ. պարել. կաքաւել. ... LACKING 17 lines ԽԱՂԱԼ. ἁφάλλομαι, ἑξάλλομαι, ἑνάλλομαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)