Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀφρόντιστος

См. также в других словарях:

  • ἀφρόντιστος — thoughtless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφρόντιστος — η, ο (AM ἀφρόντιστος, ον) αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος αρχ. 1. αμέριμνος 2. αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • αφρόντιστος — η, ο επίρρ. α εκείνος για τον οποίο δε φροντίζει κανείς, παραμελημένος: Συχνά αφήνει τα παιδιά της αφρόντιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφροντιστότερον — ἀφρόντιστος thoughtless adverbial comp ἀφρόντιστος thoughtless masc acc comp sg ἀφρόντιστος thoughtless neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστως — ἀφρόντιστος thoughtless adverbial ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρόντιστον — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc sg ἀφρόντιστος thoughtless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστοις — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστου — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστους — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστων — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστῳ — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»