-
1 αφροντιστος
-
2 αφρόντιστος
η, ο [ος, ον ]1) заброшенный, запущенный; 2) см. άφροντις -
3 ωφροντιστος
См. также в других словарях:
ἀφρόντιστος — thoughtless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρόντιστος — η, ο (AM ἀφρόντιστος, ον) αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος αρχ. 1. αμέριμνος 2. αδιάφορος … Dictionary of Greek
αφρόντιστος — η, ο επίρρ. α εκείνος για τον οποίο δε φροντίζει κανείς, παραμελημένος: Συχνά αφήνει τα παιδιά της αφρόντιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφροντιστότερον — ἀφρόντιστος thoughtless adverbial comp ἀφρόντιστος thoughtless masc acc comp sg ἀφρόντιστος thoughtless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστως — ἀφρόντιστος thoughtless adverbial ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρόντιστον — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc sg ἀφρόντιστος thoughtless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστοις — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστου — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστους — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστων — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροντίστῳ — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)