-
1 αφρόνη
ἀφρόνηfem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱φρόνη, ἀφρονέωto be silly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀφρονέωto be silly: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀφρονέωto be silly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 ἀφρόνη
ἀφρόνηfem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱φρόνη, ἀφρονέωto be silly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀφρονέωto be silly: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀφρονέωto be silly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
3 ἀφρόνη
-
4 ἀφρόνη
-
5 αφρονέων
ἀφρόνηfem gen pl (epic ionic)ἀφρονέωto be silly: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
6 ἀφρονέων
ἀφρόνηfem gen pl (epic ionic)ἀφρονέωto be silly: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
7 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
8 невменяемый
επ., βρ: -яем, -а, -оανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος ακαταλόγιστος,παράφορος•он был -яем от гнева αυτός δεν ήξερε τι έκανε από το θυμό του•
он стал со-всм -яем αυτός έγινε έξαλλος•
невменяемый поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά.
-
9 δυσφρόνη
δυσ-φρόνη, ἡ,A = -φροσύνη, in pl., anxieties, troubles,δυσφρονέων ἐπιλήθεται Hes.Th. 102
; in Pi.O.2.52, παραλύει δυσφρονᾶν should be read (metri gr.) for δυσφροσύναν παραλύει, cf. ἀφρόνη, εὐφρόνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφρόνη
См. также в других словарях:
ἀφρόνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱φρόνη , ἀφρονέω to be silly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀφρονέω to be silly pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀφρονέω to be silly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρονέων — ἀφρόνη fem gen pl (epic ionic) ἀφρονέω to be silly pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)