-
1 αφρίζει
-
2 ἀφρίζει
-
3 λαγαγεῖ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγαγεῖ
См. также в других словарях:
ἀφρίζει — ἀφρίζω foam pres ind mp 2nd sg ἀφρίζω foam pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κοχλαζοκύμων — ή καχλαζοκύμων (Α) αυτός που σηκώνει, που αφρίζει τα κύματα … Dictionary of Greek
σαπωναρία — (saponaria). Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σαπουνόχορτο. Φυτρώνει και στην Ελλάδα σε ακαλλιέργητες δροσερές περιοχές. Φτάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι πόα πολυετής με βλαστό ισχυρό, όρθιο, οζώδη και… … Dictionary of Greek
φαλίσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «φαλίσσεται λευκαίνεται, ἀφρίζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός* «λευκός». Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από ένα θ. *φαλ ι (βλ. και λ. φαλιός)] … Dictionary of Greek
άφρισμα — άφρισμα, το και αφρισμός, ο το να αφρίζει κάτι: Τι άφρισμα της θάλασσας ήταν αυτό σήμερα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφρίζω — άφρισα, αφρισμένος 1. παράγω αφρό: Το σαπούνι δεν αφρίζει αρκετά. 2. βγάζω αφρό από το στόμα, οργίζομαι πολύ: Άφριζε από το θυμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)