-
1 αφροσύνη
ἀφροσύνηfolly: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀφροσύνηfolly: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀφροσύνη
A folly, thoughtlessness, freq. in pl.,παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457
, cf. 16.278: in sg.,οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110
, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82;κοῦφαι ἀ. S.OC 1230
(lyr.);καταφρόνησιν ἢ.. ἀ. μετωνόμασται Th.1.122
; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt. 332e;συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN 1146a27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφροσύνη
-
3 ἀφροσύνη
ἀφροσύνη, ης, ἡ (s. ἄφρων; Hom. et al.; Artem. 2, 37 p. 141, 15; LXX, En; OdeSol 11:10; Test12Patr; Philo; Jos., Ant. 17, 277, Vi. 323; SibOr 4, 38; Just., D. 5, 5; Hippol., Ref. 4, 46, 1) the state of lack of prudence or good judgment, foolishness, lack of sense, moral and intellectual Mk 7:22; 2 Cor 11:1, 17, 21; 1 Cl 13:1; 47:7; Hm 5, 2, 4; Hs 6, 5, 2f; 9, 15, 3; 9, 22, 2f; Dg 3:3; 4:5.—DELG s.v. φρήν. TW. -
4 ἀφροσύνη
Βλ. λ. αφροσύνη -
5 ἀφροσύνῃ
Βλ. λ. αφροσύνη -
6 ἀφροσύνη
-ης + ἡ N 1 1-8-0-21-6=36 Dt 22,21; Jgs 19,23.24; JgsA 20,6.10folly, thoughtlessness Prv 5,5; sinful foolishness Dt 22,21; foolishness of the ungodly Eccl 7,25→ NIDNTT; TWNT -
7 ἀφροσύνη
ἀ- φροσύνη: folly; pl., foolish behavior.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀφροσύνη
-
8 αφροσύνα
ἀφροσύνᾱ, ἀφροσύνηfolly: fem nom /voc /acc dualἀφροσύνᾱ, ἀφροσύνηfolly: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ἀφροσύναι, ἀφροσύνηfolly: fem nom /voc plἀφροσύνᾱͅ, ἀφροσύνηfolly: fem dat sg (doric aeolic) -
9 αφροσύναι
-
10 ἀφροσύναι
-
11 αφροσύνας
ἀφροσύνᾱς, ἀφροσύνηfolly: fem acc plἀφροσύνᾱς, ἀφροσύνηfolly: fem gen sg (doric aeolic) -
12 ἀφροσύνας
ἀφροσύνᾱς, ἀφροσύνηfolly: fem acc plἀφροσύνᾱς, ἀφροσύνηfolly: fem gen sg (doric aeolic) -
13 αφροσύνηι
-
14 ἀφροσύνηι
-
15 αφροσυνών
-
16 ἀφροσυνῶν
-
17 αφροσυνάων
-
18 ἀφροσυνάων
-
19 αφροσύναις
-
20 ἀφροσύναις
См. также в других словарях:
ἀφροσύνη — folly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃ — ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροσύνη — η (AM ἀφροσύνη) [άφρων] απερισκεψία, μωρία … Dictionary of Greek
αφροσύνη — η απερισκεψία, παλαβομάρα: Ήταν αφροσύνη να διακόψεις τις σπουδές σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφροσύναι — ἀφροσύνη folly fem nom/voc pl ἀφροσύνᾱͅ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνηι — ἀφροσύνῃ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσυνῶν — ἀφροσύνη folly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύναις — ἀφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνην — ἀφροσύνη folly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνης — ἀφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃσι — ἀφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)