-
1 αφιλοτιμία
ἀφιλοτῑμίᾱ, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem nom /voc /acc dualἀφιλοτῑμίᾱ, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀφιλοτιμία
ἀφιλοτῑμίᾱ, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem nom /voc /acc dualἀφιλοτῑμίᾱ, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αφιλοτιμια
-
4 αφιλοτιμία
η1) бессовестность, отсутствие совести; 2) отсутствие честолюбия -
5 ἀφιλοτιμία
ἀφῐλο-τῑμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφιλοτιμία
-
6 ἀφιλοτῑμία
-
7 αφιλοτιμίας
ἀφιλοτῑμίᾱς, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem acc plἀφιλοτῑμίᾱς, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀφιλοτιμίας
ἀφιλοτῑμίᾱς, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem acc plἀφιλοτῑμίᾱς, ἀφιλοτιμίαwant of due ambition: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 бессовестность
бессо́вестн||остьж1. (нечестность) ἡ ἀτιμία, ἡ ἀσυνειδησία;2. (наглость) ἡ ἀφιλοτιμία, ἡ ἀναίδεια. -
10 недобросовестность
недобросовестн||остьж ἡ ἀσυνειδησία / ἡ ἀφιλοτιμία (тк. человека). -
11 непорядочность
непорядочн||остьж ἡ ἀναξιοπρέπεια, ἡ ἀφιλοτιμία. -
12 αφιλοτιμίαν
-
13 ἀφιλοτιμίαν
См. также в других словарях:
ἀφιλοτιμία — ἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem nom/voc/acc dual ἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοτιμία — η (Α ἀφιλοτιμία) [αφιλότιμος] νεοελλ. η έλλειψη φιλότιμου, αδιαντροπιά, αναισχυντία αρχ. η έλλειψη φιλοδοξίας … Dictionary of Greek
ἀφιλοτιμίας — ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc pl ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՄԵԾԱՐԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0202 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ἁφιλοτιμία (անպատուասիրութիւն), τὸ ἁκόμπαστον a fastu et ostentatione alienum esse Չկամելն զմեծարանս եւ զյարգ. խորշումն ʼի փառաց եւ ʼի պատուոյ. նուաստութիւն. անփառութիւն. *Տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αφιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, ο αδιάντροπος: Του είπα πολλά, αλλά αυτός είναι αφιλότιμος και δε νομίζω πως νοιάζεται. 2. συχνά με ελαφρότερη έννοια μομφής ή και χωρίς καμία μομφή: Βρε τον αφιλότιμο, τι έξυπνος που ’ναι. Ουσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφιλοτιμίαν — ἀφιλοτῑμίᾱν , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)