Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀφιλοτιμία

См. также в других словарях:

  • ἀφιλοτιμία — ἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem nom/voc/acc dual ἀφιλοτῑμίᾱ , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοτιμία — η (Α ἀφιλοτιμία) [αφιλότιμος] νεοελλ. η έλλειψη φιλότιμου, αδιαντροπιά, αναισχυντία αρχ. η έλλειψη φιλοδοξίας …   Dictionary of Greek

  • ἀφιλοτιμίας — ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc pl ἀφιλοτῑμίᾱς , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՄԵԾԱՐԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0202 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ἁφιλοτιμία (անպատուասիրութիւն), τὸ ἁκόμπαστον a fastu et ostentatione alienum esse Չկամելն զմեծարանս եւ զյարգ. խորշումն ʼի փառաց եւ ʼի պատուոյ. նուաստութիւն. անփառութիւն. *Տե՛ս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αφιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, ο αδιάντροπος: Του είπα πολλά, αλλά αυτός είναι αφιλότιμος και δε νομίζω πως νοιάζεται. 2. συχνά με ελαφρότερη έννοια μομφής ή και χωρίς καμία μομφή: Βρε τον αφιλότιμο, τι έξυπνος που ’ναι. Ουσ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφιλοτιμίαν — ἀφιλοτῑμίᾱν , ἀφιλοτιμία want of due ambition fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»