-
1 αφιλανθρωποτάτοις
-
2 ἀφιλανθρωποτάτοις
См. также в других словарях:
ἀφιλανθρωποτάτοις — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αφιλανθρωποτάτοις
2 ἀφιλανθρωποτάτοις
ἀφιλανθρωποτάτοις — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)