-
1 αφθονεστερος
Pind., Aesch., Plat. compar. к ἄφθονος См. αφθονος
См. также в других словарях:
ἀφθονέστερος — ἄφθονος without envy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αφθονεστερος
ἀφθονέστερος — ἄφθονος without envy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)