-
1 αφθαρσια
-
2 ἀφθαρσία
{сущ., 8}нетление, бессмертие; а тж. возм. неповрежденность.Ссылки: Рим. 2:7; 1Кор. 15:42, 50, 53, 54; Еф. 6:24; 2Тим. 1:10; Тит. 2:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀφθαρσία
-
3 αφθαρσία
{сущ., 8}нетление, бессмертие; а тж. возм. неповрежденность.Ссылки: Рим. 2:7; 1Кор. 15:42, 50, 53, 54; Еф. 6:24; 2Тим. 1:10; Тит. 2:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αφθαρσία
-
4 αφθαρσία
η нетленность, вечность;ο νόμος περί αφθαρσίας της ΰλης και της ενεργείας — закон сохранения материи и энергии;
§ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας — в затруднительном, отчаянном положении
-
5 ἀφθαρσία
нетление, бессмертие; а также возм. неиспорченностьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀφθαρσία
-
6 ἀφθαρσίᾳ
нетлениинеповреждённостиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀφθαρσίᾳ
-
7 861
{сущ., 8}нетление, бессмертие; а тж. возм. неповрежденность.Ссылки: Рим. 2:7; 1Кор. 15:42, 50, 53, 54; Еф. 6:24; 2Тим. 1:10; Тит. 2:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 861
См. также в других словарях:
ἀφθαρσία — ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc/acc dual ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίᾳ — ἀφθαρσίαι , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφθαρσία — η (AM ἀφθαρσία) [άφθαρτος] το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα νεοελλ. φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση αρχ. ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα … Dictionary of Greek
αφθαρσία — η το να είναι κανείς άφθαρτος, ακατάλυτος: Αξίωμα της φυσικής επιστήμης είναι η αφθαρσία της ύλης και της ενέρνειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθαρσίας — ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem acc pl ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίαι — ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίαν — ἀφθαρσίᾱν , ἀφθαρσία incorruption fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφθαρσία — ἡ, Μ [ἀφθαρσία] ταυτόχρονη ή παρόμοια αφθαρσία … Dictionary of Greek
Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… … Deutsch Wikipedia
нетьлѣниѥ — НЕТЬЛѢНИ|Ѥ (43), ˫А с. Вечность; бессмертие: не крьщени˫а ради приѥмлѥть. нетьлѣниѥ б҃жьствьноѥ одѣниѥ вѣрьныихъ. нъ мл҃твою и дѣлъмь. (ἄφϑαρτον) КЕ XII, 260б; и своѥго ради причѧщени˫а. на нетьлѣниѥ чл҃вкы прѣтворьшаго. УСт XII/XIII, 204; ˫адъ и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek