-
1 αφηγητηρ
См. также в других словарях:
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek
1 αφηγητηρ
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek