-
1 αφετηρίων
-
2 ἀφετηρίων
См. также в других словарях:
ἀφετηρίων — ἀφετήριος for letting go fem gen pl ἀφετήριος for letting go masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέτσελ, Γιόχαν — (Tetzel). Γερμανός δομινικανός μοναχός, στον οποίο ανατέθηκε από τη Ρώμη η πώληση των συγχωροχαρτιών (αφετήριων γραμμάτων) του πάπα Λέοντα I’, στη Γερμανία (1470 1519). Εγκαταστάθηκε στην Eρφούρτη και πωλούσε αυτά κατά τον πλέον σκανδαλώδη τρόπο … Dictionary of Greek