-
1 αφετηρία
ἀφετηρίᾱ, ἀφετήριοςfor letting go: fem nom /voc /acc dualἀφετηρίᾱ, ἀφετήριοςfor letting go: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀφετηρίᾱͅ, ἀφετήριοςfor letting go: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αφετήρια
-
3 ἀφετήρια
-
4 αφετηρία
η1) пункт отправления, отправной пункт; 2) спорт, старт; 3) перен. начало, исходная, отправная точка, отправной пункт;η αφετηρία τού πολιτικού μου σταδίου... — начало моей политической карьеры...;
έχω ως αφετηρία... — исходить из...;
εκκινώ εκ σφαλερας αφετηρίας εις τούς συλλογισμούς μου — исходить из ошибочной посылки в своих суждениях
-
5 ἀφετηρία
Βλ. λ. αφετηρία -
6 ἀφετηρίᾳ
Βλ. λ. αφετηρία -
7 αφετηρία
[афэтириа] ουσ θ исходная точка, начало. -
8 ἀφετηρία
ἀφ-ετηρία, die Schranken, wo die Wettrenner entlassen werden -
9 αφετηρία
kalkış yeri, ilk durak -
10 αφετηρίας
ἀφετηρίᾱς, ἀφετήριοςfor letting go: fem acc plἀφετηρίᾱς, ἀφετήριοςfor letting go: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀφετηρίας
ἀφετηρίᾱς, ἀφετήριοςfor letting go: fem acc plἀφετηρίᾱς, ἀφετήριοςfor letting go: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἀφετήριος
2 ἀφετηρία (sc. γραμμή), ἡ, starting-point of a race, CIG 2758iiiD 7 ([place name] Aphrodisias), Sch.Ar.Eq. 1156: hence ἀ. Διόσκουροι, whose statues adorned the race-course, Paus.3.14.7;ἀ. ἕρμα AP9.319
(Philox.): metaph.,ἀφετήριον πρὸς μάθησιν S.E.M.1.41
;ἀ. ἡ ῥητορική Phld.Rh.1.223S.
3 ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφετήριος
-
13 ἀφ-ετήριος
ἀφ-ετήριος, 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόςκουροι, die an der ἀφετηρία, an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; Ἑρμῆς ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494.
-
14 αφετηρίαι
-
15 ἀφετηρίαι
-
16 αφετηρίαν
-
17 ἀφετηρίαν
-
18 ταφετήρια
-
19 τἀφετήρια
См. также в других словарях:
ἀφετηρία — ἀφετηρίᾱ , ἀφετήριος for letting go fem nom/voc/acc dual ἀφετηρίᾱ , ἀφετήριος for letting go fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφετηρίᾳ — ἀφετηρίᾱͅ , ἀφετήριος for letting go fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφετηρία — η 1. το σημείο εκκίνησης, αναχώρησης: Οι αθλητές στην αφετηρία περίμεναν να τους δοθεί το σινιάλο, για να ξεκινήσουν. 2. αρχή σκέψης, ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Η αφετηρία των συλλογισμών σου είναι λανθασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφετηρία — η (Α ἀφετήριος, α, ον) [αφετήρ] το θηλ. ως ουσ. η γραμμή από την οποία ξεκινούν οι δρομείς νεοελλ. 1. το σημείο από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά μέσα 2. αρχή, ξεκίνημα αρχ. 1. ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει αντικείμενα 2.… … Dictionary of Greek
ἀφετήρια — ἀφετήριος for letting go neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφετηρίας — ἀφετηρίᾱς , ἀφετήριος for letting go fem acc pl ἀφετηρίᾱς , ἀφετήριος for letting go fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀφετήρια — ἀφετήρια , ἀφετήριος for letting go neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφετηρίαι — ἀφετηρίᾱͅ , ἀφετήριος for letting go fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφετηρίαν — ἀφετηρίᾱν , ἀφετήριος for letting go fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek