-
1 δεικνυμι
1) редко med. показывать, указывать(ὁδόν, τινά τινι Hom.; ἔς τινα и ἔς τι Her.; med. τῷ δακτύλῳ Arst.)
2) указывать, изобличать(τὸν κτανόντα Soph.)
3) показывать, разъяснять4) являть, посылать(σῆμα βροτοῖσιν Hom.; ἐλαίας πρῶτον κλάδον Eur.)
5) проявлять, обнаруживать(προθυμίαν Thuc.)
δεῖξαι τέν δύναμιν Thuc. — показать (свою) силу, т.е. оказать сопротивление;ὃς δ΄ ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται, δεικνύσθω ἐνθαῦτα ἐὼν πολέμιος Her. — кто попытается противиться, тот да будет объявлен (нашим) врагом;ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ἀμύνεσθαι Thuc. — они ясно показали, что готовы дать отпор (противнику)6) обнаруживаться, выявляться, выяснятьсяδείξει δέ τάχα Arph. — это скоро обнаружится, т.е. сейчас сам увидишь
7) показывать, доказывать(ἔργῳ Xen.; τὰ φανερὰ διὰ τῶν ἀφανῶν Arst.)
δ. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказывать через невозможность (обратного), т.е. от противного;δέδεικται ἡμῖν, ὅτι … Plat. — нами доказано что …;δεῖξαι ἑτέραν ἀπόκρισιν Plat. — дать другое решение вопроса8) med. (= δειδίσκομαι См. δειδισκομαι) приветствовать(τινα μύθοισι или χρυσέοισι κυπέλλοις Hom.)
πλησάμενος οἴνοιο δέπας, δείδεκτ΄ Ἀχιλῆα Hom. — наполнив чашу вином, он обратился с приветствием к Ахиллу -
2 ετοιμον
ἑτοῖμον, ἕτοιμοντό1) готовностьἐν ἑτοίμῳ εἶναι Theocr., Diod.; — быть наготове;
ἐξ ἑτοίμου Xen., Arst.; — с готовностью, сразу же, немедленно2) решительность, решимостьτὸ ἕ. ἔστιν Eur. — я полон решимости;
ἐξ ἐτοιμοτάτου Xen. — со всей решимостью3) преимущ. pl. готовое, имеющееся в наличииἐπὴ τὰ ἑτοῖμα τρέπεσθαι Thuc. — обращаться к готовым мнениям, т.е. усваивать чужие взгляды;
τοῖς ἑτοίμοις περὴ τῶν ἀφανῶν κινδυνεύειν Thuc. — рисковать тем, что имеем, ради призрачных благ -
3 ετοιμον...
ἕτοιμον...ἑτοῖμον, ἕτοιμοντό1) готовностьἐν ἑτοίμῳ εἶναι Theocr., Diod.; — быть наготове;
ἐξ ἑτοίμου Xen., Arst.; — с готовностью, сразу же, немедленно2) решительность, решимостьτὸ ἕ. ἔστιν Eur. — я полон решимости;
ἐξ ἐτοιμοτάτου Xen. — со всей решимостью3) преимущ. pl. готовое, имеющееся в наличииἐπὴ τὰ ἑτοῖμα τρέπεσθαι Thuc. — обращаться к готовым мнениям, т.е. усваивать чужие взгляды;
τοῖς ἑτοίμοις περὴ τῶν ἀφανῶν κινδυνεύειν Thuc. — рисковать тем, что имеем, ради призрачных благ -
4 μιγας
1) перемешанный, беспорядочный(πολλοὴ ἔπιπτον μιγάδες Eur.)
2) смешанный, разношерстный(βάρβαρος στρατός Eur.)
μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὴ ἀφανῶν Plut. — всякий нищий сброд -
5 σαφηνιστικος
См. также в других словарях:
ἀφανῶν — ἀφανέω fail to put in an appearance pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безгласьныи — (15) пр. 1.Лишенный способности говорить, не обладающий даром речи; немой: и толико мълчаниѥ имѩше ˫ако не знающимъ ѥго. мнѩхоуть и безгласна соуща. ПрЛ XIII, 113а; неразумныи безумныи. и безъгласныи и бесловесныи. и не вѣмъ что реку. (ἐγὼ... ὁ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
не˫авленыи — (45) пр. 1.Неизвестный, невыявленный: нъ и отъ невѣрьнааго мѹжа …отълѹчитисѧ не повелѣно ѥсть. женѣ. нъ жьдати не˫авлѥнааго ради съключени˫а. чьто бо вѣси жено. аще мѹже [так!] сп҃сеши (διὰ τὸ ἄδηλον) ΚΕ XII, 183б; Аще кто и ѿ свободны родить(с)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Tombe du Soldat inconnu (Grèce) — Le monument au Soldat inconnu … Wikipédia en Français
εξαγορευτικός — ἐξαγορευτικός, ή, όν (Α) [εξαγορεύω] ο αρμόδιος να εκφράσει ή να ερμηνεύσει κάτι («καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική, καὶ τῶν ἀφανῶν σαγηνευτική [επιστήμη], Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek
περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
αειφανείς αστέρες — (Αστρον.).Ονομασία των αστέρων που βρίσκονται συνέχεια πάνω από τον ορίζοντα και δεν ανατέλλουν ούτε δύουν ποτέ. Επειδή σε έναν τόπο το ύψος (έξαρμα) του πόλου πάνω από τον ορίζοντα ισούται με το πλάτος του τόπου (φ), όλοι οι αστέρες που έχουν… … Dictionary of Greek