Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀφανίσει

  • 1 αφανίσει

    ἀφάνισις
    getting rid of: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀφανίσεϊ, ἀφάνισις
    getting rid of: fem dat sg (epic)
    ἀφάνισις
    getting rid of: fem dat sg (attic ionic)
    ἀφανίζω
    make unseen: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀφανίζω
    make unseen: fut ind mid 2nd sg
    ἀφανίζω
    make unseen: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αφανίσει

  • 2 ἀφανίσει

    ἀφάνισις
    getting rid of: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀφανίσεϊ, ἀφάνισις
    getting rid of: fem dat sg (epic)
    ἀφάνισις
    getting rid of: fem dat sg (attic ionic)
    ἀφανίζω
    make unseen: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀφανίζω
    make unseen: fut ind mid 2nd sg
    ἀφανίζω
    make unseen: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀφανίσει

См. также в других словарях:

  • ἀφανίσει — ἀφάνισις getting rid of fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφανίσεϊ , ἀφάνισις getting rid of fem dat sg (epic) ἀφάνισις getting rid of fem dat sg (attic ionic) ἀφανίζω make unseen aor subj act 3rd sg (epic) ἀφανίζω make unseen fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] …   Dictionary of Greek

  • θεοσκοτωμένος — η, ο 1. (σε κατάρα) αυτός τον οποίο πρέπει να αφανίσει ο θεός 2. βαριά τραυματισμένος σε διάφορα σημεία τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»