-
1 αφαμματιστέον
-
2 ἀφαμματιστέον
См. также в других словарях:
ἀφαμματιστέον — fasten off masc acc sg ἀφαμματιστέον fasten off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αφαμματιστέον
2 ἀφαμματιστέον
ἀφαμματιστέον — fasten off masc acc sg ἀφαμματιστέον fasten off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)