-
1 ἀφαμιῶται
Grammatical information: m. pl.Meaning: slaves in Crete (Str.). ἀφαμιῶται· οἰκέται ἀγροῖκοι H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Lit. `people in ἀφαμία (= ἀφημία), from who there is no φήμη', Bechtel, Gött. Nachr. 1920, 252f.; s. Redard, Les noms grecs en - της 9, 29. Cf. ἀφημοῦντας ἀγροίκους H.Page in Frisk: 1,194Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφαμιῶται
-
2 Ἀφαμιῶται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀφαμιῶται
См. также в других словарях:
κλαρώται — κλαρῶται, οἱ (Α) [κλάρος] Κρήτες ακτήμονες, δούλοι όπως οι είλωτες στη Σπάρτη, που καλλιεργούσαν τα κτήματα τών ελεύθερων πολιτών, αλλ. αφαμιώται («κλαρῶται εἵλωτες, δοῡλοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρωτάς (δωρ. τ. τού κληρωτής) με αναβιβασμό τού … Dictionary of Greek